- κακοπραγίαν
- κακοπρᾱγίᾱν , κακοπραγίαmisadventurefem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νέκρωση — Ο θάνατος ενός τμήματος του οργανισμού που μπορεί να αφορά ένα μόνο κύτταρο ή έναν ιστό ή ένα ολόκληρο όργανο. Διακρίνονται: η απλή ν., με εξαφάνιση του πυρήνα και σχετική διατήρηση των άλλων συστατικών του κύτταρου, η ν. με πήξη, εξαιτίας πήξης… … Dictionary of Greek